χαλινάρι

χαλινάρι
το / χαλινάριον, ΝΜΑ
ο χαλινός
νεοελλ.
μτφ. μέσο συγκράτησης, αναχαίτισης, περιορισμού (α. «το 'χει παρακάνει, χρειάζεται χαλινάρι» β. «πρέπει να βάλεις χαλινάρι στη γλώσσα σου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. θηκ-άρι(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλινάρι — το 1. χαλινός. 2. μέσο συγκρατημού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστόμιος — ἀστόμιος, ον (Α) (για άλογο) αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στόμιον («άνοιγμα, χαλινάρι») < στόμα] …   Dictionary of Greek

  • μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] …   Dictionary of Greek

  • ακαπίστρωτος — ακαπίστρωτος, η, ο και ξεκαπίστρωτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει καπίστρι, χαλινάρι: Είχαν αφήσει το μουλάρι ακαπίστρωτο. 2. αυτός που δεν έχει ηθικό χαλινάρι, ασύδοτος: Μερικοί από τους νέους ήθελαν να φαίνονται πως είναι ακαπίστρωτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • Χαλινίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που έβαλε χαλινάρι στον Πήγασο, που βοήθησε τον Βελλεροφόντη να τόν χαλιναγωγήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἁμαξ ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • άστομος — η, ο (Α ἄστομος, ον) 1. αυτός που δεν έχει στόμα 2. ο άφωνος, ο αμίλητος αρχ. 1. (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό στόμα, που δεν μπορεί να κρατήσει κάτι με τα δόντια 2. (για άλογα) ο σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • αερόφρενο — το τεχνολ. σύστημα πεδήσεως οχημάτων (τραίνων, φορτηγών αυτοκινήτων, λεωφορείων), που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + φρένο απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. aerofrein, νόθο σύνθ. < ελλ. λ. αήρ + λατ. λ. frenum ( …   Dictionary of Greek

  • αμπυκτήρ — ἀμπυκτήρ ( ῆρος), ο (Α) [ἄμπυξ] χαλινάρι, γκέμια αλόγου …   Dictionary of Greek

  • ανία — (I) η (AM ἀνία) νεοελλ. η στενοχώρια και η κακοκεφιά που προκαλεί η έλλειψη οποιασδήποτε ασχολίας ή η μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων και παραστάσεων, πλήξη αρχ. ανησυχία, στενοχώρια, θλίψη, πόνος, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”